- δᾳδία
- δᾳδίονsplinter of pine woodneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δαδιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ., 800 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Βρίσκεται ΝΔ του Σουφλίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σουφλίου. Στην περιοχή σώζονται ερείπια βυζαντινού φρουρίου, ενώ υπάρχει και ομώνυμη μονή (βλ. λ.… … Dictionary of Greek
Dadia — Δαδιά Location … Wikipedia
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Список объектов Всемирного наследия ЮНЕСКО в Греции — В списке Всемирного наследия ЮНЕСКО в Греческой Республике значится 17 наименований (на 2012 год), это составляет 1,6 % от общего числа (962 на 2012 год). 15 объектов включены в список по культурным критериям, причём 11 из них признаны… … Википедия
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
δάδα — η (Α δαΐς, δαΐδος και αττ. δᾴς, δαδός) 1. δαυλός από δαδί 2. πυρσός, λαμπάδα νεοελλ. 1. σχίζα κλαδιού από δέντρο που έχει ρετσίνι (συνήθ. πεύκο), το δαδί 2. κάθε μέσο που μεταδίδει φως ή φωτιά 3. φωτιστικό πυροτέχνημα 4. κάθε μέσο φωτισμού ή… … Dictionary of Greek
δαδοκοπώ — ( άω) (Α δαδοκοπῶ, έω) κόβω δαδιά από ξύλο πεύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δᾴς, (δᾳδός) + κοπώ < κο πος < κόπτω] … Dictionary of Greek
δαδοκόπος — ο αυτός που σχίζει ξύλα σε μικρά κομμάτια, σε δαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < < δάδα + κόπος < κόπτω] … Dictionary of Greek
δαδουργός — δᾳδουργός, ο (Α) αυτός που κόβει πεύκα για να βγάλει ρετσίνι ή να ετοιμάσει δαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δας (δαδός) + ουργός < έργον] … Dictionary of Greek